-
1 канат
το χοντρό σκοινί, το παλαμάρι* буксирный - έλξηςτο ρυμούλκιοпричальный - см. чалякорный - της αγκύρας, ο αγκυροδέτης, τοπαλαμάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канат
-
2 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос